Δυσαρεστημένοι από την οικονομική κατάσταση αλλά και γενικότερα από τις συνθήκες του επαγγέλματός τους, δύο στοιχεία που επηρεάζουν την ποιότητα της παρεχόμενης...
παιδείας, εμφανίζονται οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι συμμετείχαν σε μεγάλη έρευνα της ΑΔΕΔΥ, της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ.
Σε αντίθεση μάλιστα με όσα λέγονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους και εργάζονται αρκετά και αμείβονται χαμηλά.
Το 82% των εκπαιδευτικών και των δύο βαθμίδων θεωρεί ότι οι οικονομικές απολαβές δεν είναι αντίστοιχες με τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού έργου. Στην έρευνα «Όροι και συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στη .....
δημόσια εκπαίδευση» του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Ερευνών-Μελετών της ΔΟΕ και του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, στην οποία συμμετείχαν 1.632 εκπαιδευτικοί, η πλειοψηφία (γύρω στο 55%) υποστηρίζει ότι έχει μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα από 1.500 έως 3.000 ευρώ, ενώ μέχρι 1.500 ευρώ δηλώνει το 27% των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και το 32% της δευτεροβάθμιας. Μόνο ένα ποσοστό 11%-12% δηλώνει ότι έχει δεύτερη απασχόληση.
Γενικά στην έρευνα καταγράφεται δυσαρέσκεια για το σύστημα διορισμού, τα σχολικά βιβλία, τα συνταξιοδοτικά και την περίθαλψη αλλά και για το χαμηλό επίπεδο δαπανών της χώρας μας για την παιδεία. Στα μείον σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς συμπεριλαμβάνονται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και η κακή υλικοτεχνική υποδομή.
Ο μύθος
Με βάση άλλη πρόσφατη έρευνα του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τις αμοιβές των εκπαιδευτικών παγκοσμίως καταρρίπτεται ο μύθος του «λιγότερο εργαζόμενου» έλληνα εκπαιδευτικού.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο μέσος όρος διδακτικών ωρών σε 25 χώρες (από τις 27) της Ε.Ε. στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (το αντίστοιχο ελληνικό γυμνάσιο) είναι 19,1 και στην ανώτερη ΔΕ (το αντίστοιχο λύκειο) είναι 18,4. Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει επίσημος διαχωρισμός, ο μέσος όρος διδασκαλίας είναι 18,5 ώρες.
Σχετικά με τον αριθμό ημερών διδασκαλίας, στην Ελλάδα είναι 158. Το γεγονός ότι είναι κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (186/184) και της Ε.Ε./19 (181) οφείλεται στον εξεταστικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες είναι αφιερωμένες στις εξετάσεις.
Ο μέσος όρος διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι τέσσερις εβδομάδες, όπως και στην Ελλάδα. Επίσης όλες οι χώρες έχουν κάποιες ημέρες μεμονωμένων αργιών (εθνικές, τοπικές γιορτές, θρησκευτικές κ.λπ.), που κατά μέσο όρο υπολογίζονται σε δέκα. Στην Ελλάδα είναι εννέα. Ο μέσος όρος των καθαρών εργάσιμων εβδομάδων κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 38,6 και στην Ελλάδα 39, λίγο πάνω από το μέσο όρο στην Ε.Ε./27.
Στη χώρα μας η αναλογία διδασκόντων ανά 1.000 μαθητές είναι 117,4, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 76,4 και της Ευρώπης των 19 χωρών είναι 82,7. Αν η αναλογία φαίνεται μεγάλη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η γεωγραφική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας. Το δεύτερο ότι στα σχολεία μας απουσιάζει προσωπικό, εκτός των διδασκόντων, που είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα. Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι η αναλογία αυτή ήδη έχει μειωθεί, γιατί τα έτη 2010 και 2011 αποχώρησαν 11.500 καθηγητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2009 η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες σε ό,τι αφορά τον ετήσιο μεικτό μισθό (ακολουθούν μόνο η Σλοβενία και η Σλοβακία). Εν ολίγοις για τους έλληνες καθηγητές το 2009 ο αρχικός ετήσιος μισθός ήταν 24.541 και ο τελικός 36.230, κάτι που έχει διαφοροποιηθεί μετά τις τελευταίες περικοπές.
πηγή: Μακεδονία
Σε αντίθεση μάλιστα με όσα λέγονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους και εργάζονται αρκετά και αμείβονται χαμηλά.
Το 82% των εκπαιδευτικών και των δύο βαθμίδων θεωρεί ότι οι οικονομικές απολαβές δεν είναι αντίστοιχες με τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού έργου. Στην έρευνα «Όροι και συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στη .....
δημόσια εκπαίδευση» του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Ερευνών-Μελετών της ΔΟΕ και του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, στην οποία συμμετείχαν 1.632 εκπαιδευτικοί, η πλειοψηφία (γύρω στο 55%) υποστηρίζει ότι έχει μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα από 1.500 έως 3.000 ευρώ, ενώ μέχρι 1.500 ευρώ δηλώνει το 27% των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και το 32% της δευτεροβάθμιας. Μόνο ένα ποσοστό 11%-12% δηλώνει ότι έχει δεύτερη απασχόληση.
Γενικά στην έρευνα καταγράφεται δυσαρέσκεια για το σύστημα διορισμού, τα σχολικά βιβλία, τα συνταξιοδοτικά και την περίθαλψη αλλά και για το χαμηλό επίπεδο δαπανών της χώρας μας για την παιδεία. Στα μείον σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς συμπεριλαμβάνονται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και η κακή υλικοτεχνική υποδομή.
Ο μύθος
Με βάση άλλη πρόσφατη έρευνα του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τις αμοιβές των εκπαιδευτικών παγκοσμίως καταρρίπτεται ο μύθος του «λιγότερο εργαζόμενου» έλληνα εκπαιδευτικού.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο μέσος όρος διδακτικών ωρών σε 25 χώρες (από τις 27) της Ε.Ε. στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (το αντίστοιχο ελληνικό γυμνάσιο) είναι 19,1 και στην ανώτερη ΔΕ (το αντίστοιχο λύκειο) είναι 18,4. Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει επίσημος διαχωρισμός, ο μέσος όρος διδασκαλίας είναι 18,5 ώρες.
Σχετικά με τον αριθμό ημερών διδασκαλίας, στην Ελλάδα είναι 158. Το γεγονός ότι είναι κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (186/184) και της Ε.Ε./19 (181) οφείλεται στον εξεταστικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες είναι αφιερωμένες στις εξετάσεις.
Ο μέσος όρος διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι τέσσερις εβδομάδες, όπως και στην Ελλάδα. Επίσης όλες οι χώρες έχουν κάποιες ημέρες μεμονωμένων αργιών (εθνικές, τοπικές γιορτές, θρησκευτικές κ.λπ.), που κατά μέσο όρο υπολογίζονται σε δέκα. Στην Ελλάδα είναι εννέα. Ο μέσος όρος των καθαρών εργάσιμων εβδομάδων κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 38,6 και στην Ελλάδα 39, λίγο πάνω από το μέσο όρο στην Ε.Ε./27.
Στη χώρα μας η αναλογία διδασκόντων ανά 1.000 μαθητές είναι 117,4, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 76,4 και της Ευρώπης των 19 χωρών είναι 82,7. Αν η αναλογία φαίνεται μεγάλη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η γεωγραφική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας. Το δεύτερο ότι στα σχολεία μας απουσιάζει προσωπικό, εκτός των διδασκόντων, που είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα. Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι η αναλογία αυτή ήδη έχει μειωθεί, γιατί τα έτη 2010 και 2011 αποχώρησαν 11.500 καθηγητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2009 η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες σε ό,τι αφορά τον ετήσιο μεικτό μισθό (ακολουθούν μόνο η Σλοβενία και η Σλοβακία). Εν ολίγοις για τους έλληνες καθηγητές το 2009 ο αρχικός ετήσιος μισθός ήταν 24.541 και ο τελικός 36.230, κάτι που έχει διαφοροποιηθεί μετά τις τελευταίες περικοπές.
πηγή: Μακεδονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου