Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Η Ελλάδα και οι δήθεν «σωτήρες»


Πλέον το παραδέχονται και οι ίδιοι οι ευρωπαίοι. Απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το ελληνικό πρόβλημα αλλά και συνολικότερα τη δημοσιονομική κρίση. Η ομολογία – σοκ από επίσημα χείλη αποδεικνύει πως πλέον κατάρρευσε στην Ευρωζώνη η ψευδαίσθηση ότι τα ......
πακέτα διάσωσης βοηθούν πραγματικά τις χώρες της καταχρεωμένης περιφέρειας. Η εφημερίδα International Herald Tribune σε άρθρο της υποστήριξε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αλλάξει πορεία και αυτό γιατί η συνταγή λιτότητας που ακολουθεί, επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση των ήδη αποδυναμωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Αλλά και η γερμανική Süddeutsche Zeitung αναφερόμενη στην αναποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης χρέους μιλά για «αποτυχημένους σωτήρες».

«Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία για την πικρή αλήθεια. Δύο χρόνια μετά την πρώτη σύνοδο για την ελληνική κρίση είναι σαφές: Έτσι δεν μπορεί να σωθεί χώρα, έτσι βυθίζεται όλο και βαθύτερα στο πουθενά. Το πρόγραμμα λιτότητας οδήγησε τη χώρα κατευθείαν στη φτώχεια και τη νομισματική ένωση σε αδιέξοδο», επισημαίνει η εφημερίδα και συνεχίζει: «Όλοι φέρουν ευθύνη γι’ αυτήν την καταστροφή, ιδιαίτερη είναι ωστόσο η ευθύνη της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία προέταξε σκληρό τόνο και επέβαλε αργότερα, ότι θα έπρεπε να απαλλάξουν οι τράπεζες την Ελλάδα από ένα μεγάλο μέρος των χρεών της. Αυτό είναι γενικά σωστό, στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, έκανε το χάος μεγαλύτερο, καθώς εδώ και εβδομάδες διεξάγονταν πάνω από όλα διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος, γεγονός που μπλόκαρε άλλες αποφάσεις και προκάλεσε γενικευμένη δυσθυμία».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, υπάρχουν δύο τρόποι για εξεύρεση λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Είτε να αποχωρήσει η Ελλάδα από την ευρωζώνη επιστρέφοντας στη συνέχεια στη δραχμή, είτε να δρομολογηθεί ένα αποφασιστικό και ακριβό, όπως εκτιμά η εφημερίδα, σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Καταλήγοντας η Süddeutsche Zeitung επισημαίνει: «Φυσικά υπάρχει και μία τρίτη δυνατότητα, η χειρότερη όλων: να συνεχιστεί η πρακτική που εφαρμόστηκε ως τώρα».
Η συνωμοσία των τεχνοκρατών
Όμως την προηγούμενη εβδομάδα υπήρξε ένα δημοσίευμα, που μπορεί να πέρασε στα… ψιλά, αλλά αποτύπωνε με χαρακτηριστικό τρόπο ποιοι και γιατί έσπρωξαν την ελληνική οικονομία ακόμα πιο βαθιά στο τούνελ του χρέους. Ο έγκυρος αρθρογράφος του Reuters, Felix Salmon υποστήριξε πως οι τεχνοκράτες της Ελλάδας και της Γερμανίας οδήγησα την Ελλάδα σε αυτό το δρόμο, με  απώτερο σκοπό να προωθήσουν τη δημοσιονομική ενοποίηση στην Ευρωζώνη. «Οι Γερμανοί ηγέτες, απρόθυμοι να εναντιωθούν στους τραπεζίτες τους και να αντιμετωπίσουν τα ρήγματα που ανοίγουν σε όλη την Ευρωζώνη, προσποιήθηκαν ότι πιστεύουν πως το πρόβλημα ήταν η Ελλάδα. Και ότι η Ελλάδα μπορεί να ‘γιατρευτεί’ με δάνεια και λιτότητα. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες ηγέτες, απρόθυμοι να εναντιωθούν στους ψηφοφόρους, προσποιήθηκαν ότι πιστεύουν πως μπορούν να επιτύχουν τους στόχους που απαιτούσε η Γερμανία». 
«Αυτό μπορεί να θεωρηθεί η συνομωσία των τεχνοκρατών: Και οι δύο πλευρές, συμφώνησαν επίτηδες στο αδύνατο, ώστε η Ευρώπη να συρθεί σε μια ακόμα στενότερη δημοσιονομική ένωση. Εξάλλου, όσο περισσότερα χρήματα δανείζει η Γερμανία στην Ελλάδα, τόσο περισσότερο έλεγχο θα ζητά, και όσο μεγαλύτερο θα είναι το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις της Ελλάδας και την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο έλεγχο θα νιώθει ότι πρέπει να παραχωρήσει», εξηγεί ο Salmon. 
Οι παρασκηνιακοί καβγάδες
Οι New York Times σε εκτενές ρεπορτάζ τους πριν λίγο καιρό περιέγραφαν τη σύγκρουση συμφερόντων, τους παρασκηνιακούς καβγάδες των αναλυτών των οίκων για την ελληνική αξιολόγηση και την τελική αδράνειά τους, που ουσιαστικά επέτρεψε στη χώρα να πέσει ακόμα πιο βαθιά στη μαύρη τρύπα του χρέους. 
Η κρίση ξεκίνησε με τους οίκους να υποτιμούν την έκτασή της. Η Moody’s διατηρούσε την αξιολόγηση της Ελλάδας στο Α καθ’όλη τη διάρκεια του 2009. Οι ανησυχίες των επενδυτών για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της Ελλάδας είναι λανθασμένες, έλεγε ο οίκος με έκθεσή του στις αρχές του Δεκεμβρίου 2009. Όμως, 20 ημέρες αργότερα, η Moody’s υποβάθμισε την αξιολόγηση, ακολουθώντας τις αντίστοιχες κινήσεις που ήδη είχαν κάνει οι άλλοι δύο μεγάλοι οίκοι. Μετά από αυτό, η αξιολόγηση της Ελλάδας βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση. Μέσα σε έξι μήνες, είχε πέσει στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk). 
Όμως, η αλήθεια είναι ότι οι οίκοι απέτυχαν να διαγνώσουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, να ερμηνεύσουν τις ενδείξεις. Η Moody’s, για παράδειγμα, κράτησε την αξιολόγησή της αμετάβλητη ακόμα και μετά το 2004, όταν η Ελλάδα παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα για το έλλειμμα, προκειμένου να ενταχθεί στο ευρώ. Εάν οι οίκοι είχαν καταφέρει να διαβλέψουν τον εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών, τότε, η Ελλάδα δεν θα είχε μπει τόσο βαθιά στο τούνελ του χρέους. Οι οίκοι προσπαθούν να δικαιολογηθούν, λέγοντας ότι την εποχή εκείνη, ήταν πολύ πιο επιφυλακτικοί για την Ελλάδα από ό,τι ήταν οι αγορές. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ήταν ελαφρώς ακριβότερες από εκείνες των γερμανικών. Δηλαδή, η αγορά κατέτασσε την Ελλάδα σχεδόν στην ίδια κατηγορία με τη Γερμανία του ΑΑΑ. 
Και όμως, αναλυτές του οίκου που μίλησαν στους New York Times αποκάλυψαν ότι όλοι στη Moody’s γνώριζαν ότι τα στατιστικά της Ελλάδας ήταν αναξιόπιστα. Όταν η συζήτηση ερχόταν στα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος, όλοι μίλαγαν με ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη, είπαν. Βέβαια, στις ομάδες που αποφασίζουν για τις αξιολογήσεις, τις περισσότερες φορές σημειώνονταν διαφωνίες για την περίπτωση της Ελλάδας. Όμως, ο οίκος συνέχισε να δίνει υψηλές αξιολογήσεις. Εξάλλου, πληρωνόταν από 330.000 έως 540.000 δολάρια το χρόνο για να αξιολογεί την Ελλάδα και τα ομόλογά της, όπως αποκαλύπτει ο Σπύρος Παπανικολάου, επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ από το 2005 έως το 2010. Οι άλλοι οίκοι έπαιρναν τα ίδια ποσά, είπε. «Δεν είχαμε επιλογή. Χωρίς τις αξιολογήσεις, δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε ομόλογα, δεν μπορούσαμε να βγούμε στις αγορές», δήλωσε στους NY Times. Την ίδια στιγμή, από το 2007 και μετά, όταν οι προμήθειές της άρχισαν να μειώνονται, λόγω της κατάρρευσης της αμερικανικής αγοράς στεγαστικής πίστης, η Moody’s άρχισε τις περικοπές κόστους. Οι αναλυτές αναγκάστηκαν να περνούν λιγότερες μέρες στις χώρες που καλύπτουν. Αντί για εμπειρική έρευνα σε βάθος, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη νέα «μεθοδολογία» του οίκου, που σύμφωνα με την Bertin, ήταν μια λίστα με σημεία ελέγχου. Έτσι, η αισιοδοξία των οίκων για την Ελλάδα εξαφανίστηκε σε μια στιγμή τον Ιούνιο του 2010, όταν η χώρα προσέφυγε στο ΔΝΤ και την ΕΕ. Η Moody’s υποβάθμισε την Ελλάδα κατά τέσσερις βαθμίδες, στην κατηγορία junk. Η Standard & Poor’s είχε προηγηθείμερικές εβδομάδες νωρίτερα, αλλά η Fitch περίμενε έως τον Ιανουάριο του 2011. Το ΔΝΤ, σε έκθεσή του που δημοσιεύτηκε πέρυσι, περιέγραψε ως αποτυχία την ξαφνική βουτιά των αξιολογήσεων των οίκων. 
Οι ευρωπαίοι τα ρίχνουν στους οίκους αξιολόγησης
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως όλοι, βάλανε… το χεράκι τους για να μετατραπεί η Ελλάδα σε «αποδιοπομπαίο τράγο» της Ευρωζώνης. Σίγουρα μεγάλη ευθύνη έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και υπάρχουν κι άλλοι (ευρωπαίοι, διεθνείς επενδυτικές τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης) που με τη στάση τους και τις πρακτικές τους οδήγησαν σε διόγκωση το ελληνικό πρόβλημα.
Τη στιγμή λοιπόν, που αρχίζουν να βγαίνουν στο φως «πικρές αλήθειες», οι ευρωπαίοι μέσω τη ΕΚΤ, προσπαθούν να τα φορτώσουν όλα στους οίκους αξιολόγησης. Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  συμπεραίνει πως οι υποβαθμίσεις από τους οίκους επιδεινώνουν την κρίση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, κάθε υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας, προκαλεί την αύξηση του κόστους δανεισμού της κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Οι οίκοι αξιολόγησης δεν ακολουθούν απλά τις αγορές, αλλά και τις οδηγούν, διαπίστωσε η ΕΚΤ. Και μάλιστα, οι υποβαθμίσεις τους έχουν επιπτώσεις και σε άλλες χώρες, πέραν αυτής την οποία αφορούν άμεσα.  «Κατά μέσο όρο, η υποβάθμιση της αξιολόγησης μιας χώρας κατά μία βαθμίδα από την Standard & Poor's σχετίζεται μα την αύξηση των spreads των ομολόγων κατά 98 μονάδες βάσης για την Ελλάδα, 65 μονάδες βάσης για την Ιρλανδία και 33 μονάδες βάσης για την Πορτογαλία», αναφέρει η μελέτη. 
Επιπλέον, η ΕΚΤ απέδειξε ότι πολύ συχνά, οι οίκοι άγονται και φέρονται από τις τάσεις των αγορών. Μελετώντας στοιχεία από το Σεπτέμβριο του 2008 έως τον Αύγουστο του 2011, διαπιστώθηκε ότι μια αναπάντεχη αύξηση των spreads των ομολόγων κατά 100 μονάδες βάσης αρκούσε και με το παραπάνω για να υποβαθμίσει ένας οίκος τις προοπτικές της Ιρλανδίας σε αρνητικές. Περίπου το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας. 
Η S&P έχει υποβαθμίσει την Ελλάδα επτά φορές από τον Ιανουάριο του 2009, από το A στο CC (δηλαδή junk). Το κόστος δανεισμού της χώρας στη 10ετία, μέσω της αγοράς ομολόγων, αυξήθηκε στο διάστημα αυτό από κάτω του 5% που ήταν, σε επίπεδα υψηλότερα του 35%.


sofokleous10.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου