Την τοποθέτηση αυτή θέσαμε υπ’ όψιν σε 4 εκπροσώπους των ΑΠΕ, τον καθηγητή του ΕΜΠ κ. Γιώργο Μπεργελέ, τον δ.σύμβουλο της ΔΕΗ Ανανεώσιμες Δρ. Ιωάννη Τσιπουρίδη, τον .......
δ.σύμβουλο του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και πρόεδρο του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΕΣΗΑΠΕ) κ. Γιώργο Περιστέρη και το γραμματέα του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών(ΣΕΦ) Δρ. Σωτήρη Καπέλλο ζητώντας τους να την σχολιάσουν αλλά και να την αποσαφηνίσουν στο βαθμό που είναι δυνατόν. Επιπλέον, να εκφράσουν την άποψη τους για το ρόλο των ελληνικών επιχειρήσεων στην ανάπτυξη αυτού του τομέα.
Είναι κοινή συνισταμένη ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, μπορούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πράσινη ενέργεια -είναι ήδη δηλωμένο σημαντικό ενδιαφέρον- αν και η δεδομένη οικονομική συγκυρία καθιστά την χρηματοδότησή τους πολύ πιο δύσκολη. Όμως σε ένα πανευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για την στροφή στην πράσινη ενέργεια η Ελλάδα μπορεί να έχει μια θέση, σημαντική, λόγω του φυσικού της πλούτου.
«Ηλιοθερμικοί σταθμοί και αιολικά πάρκα σε βραχονησίδες που θα συνδέονται με Ιταλία και αντλησιοταμίευση »
Γιώργος Μπεργελές , καθηγητής ΕΜΠ
Οι δηλώσεις του κ. Σόιμπλε τονίζουν τη γενικότερη αδυναμία των διοικούντων τη χώρα να εντοπίσουν τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της και να επιλέξουν και να προωθήσουν τους τομείς εκείνους της επιχειρηματικότητας που είναι ανταγωνιστικοί μέσα στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο η χώρα καλώς επέλεξε να λειτουργήσει. Τέτοιους τομείς όπου η χώρα έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα υπάρχουν πάρα πολλοί, είναι γνωστοί, μάλιστα δε ο κ. Μάνος , πρόεδρος της «Δράσης», τους ονοματίζει συντομογραφικά ως τρία Π (Παιδεία, Πολιτισμός και Περιβάλλον). Στη συγκεκριμένη περίπτωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και κυρίως της Ηλιακής που αναφέρει στις δηλώσεις του ο κ. Σόιμπλε, πρέπει να υπάρξει άμεση εποικοδομητική απάντηση από την Πολιτεία, τη ΔΕΗ, ΔΕΗ Ανανεώσιμες ή και από επιχειρηματικούς κύκλους σε δύο κατευθύνσεις επιχειρηματικής συνεργασίας.
Πρώτη κατεύθυνση η κατασκευή σε «βραχονησίδες» του Ιονίου Πελάγους ή των Κυκλάδων 1000 ως 2000MW ηλιοθερμικών σταθμών(σημαντική ΕΛΛΗΝΙΚΗ προστιθέμενη αξία) και πλωτών αιολικών πάρκων με ισχυροποίηση ή νέα ηλεκτρική σύνδεση προς Ιταλία, ενώ στη δεύτερη αλλά απαραίτητη για την επιτυχία της πρώτης κατεύθυνσης να αναπτυχθούν επιχειρηματικές συνεργασίες κατασκευαστικών εταιριών οι οποίες να αναλάβουν να αναβαθμίσουν, κατασκευάσουν ή θέσουν σε λειτουργία τις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις αντλησιοταμίευσης της χώρας και ειδικότερα του Αχελώου για αποθήκευση των Α.Π.Ε.
Τα επιχειρηματικά αυτά σχέδια με σημαντική ΕΛΛΗΝΙΚΗ προστιθέμενη αξία μπορούν να υλοποιηθούν με διεθνείς συνεργασίες για τη πρώτη κατεύθυνση και με αμιγώς Ελληνικές επιχειρήσεις στη δεύτερη κατεύθυνση μέσα στα επόμενα 5 χρόνια και να δείξουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται ενεργά μέσα στην Ευρωπαϊκή προσπάθεια της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενεργειακής ανεξαρτητοποίησης της από εισαγόμενες ενεργειακές πηγές, προσέτι δε τα έργα αυτά θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, ενώ λόγω της ανταποδοτικότητάς των δεν θα αυξήσουν το δημόσιο χρέος της χώρας.
«Υπάρχει εκδηλωμένο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ΑΠΕ »
Δρ.Ιωάννης Τσιπουρίδης, δ.σύμβουλος ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ Α.Ε.
Η ελληνική οικονομία πέρα και μετά από όποια δημοσιονομικά μέτρα ληφθούν, πρέπει να αναπτυχθεί και να παράγει έσοδα, άποψη που συμμερίζονται όλοι.Οι σημερινές δυνατότητες που έχει όμως, είναι μετρημένες. Νομίζω η επένδυση στην πράσινη οικονομία με ανάπτυξη ΑΠΕ είναι μία από αυτές και η πλέον εφικτή.
Η χώρα διαθέτει μοναδικό ανανεώσιμο δυναμικό και στις 5 μορφές ΑΠΕ(ήλιο, αέρα, νερό, γεωθερμία, βιομάζα).Έχει υψηλού επιπέδου και έμπειρο επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό.Έχει επίσης θεσμικό πλαίσιο το οποίο πρόσφατα βελτιώθηκε σημαντικά από την Υπουργό κα Μπιρμπίλη και εγγυάται γρήγορη αδειοδοτική διαδικασία.Τέλος υπάρχει εκδηλωμένο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Αυτό που θα βελτίωνε σημαντικά τα αποτελέσματα μιας τέτοιας οικονομικής κατεύθυνσης, θα ήταν η συμμετοχή Ελληνικών βιομηχανικών/βιοτεχνικών μονάδων στην παραγωγή εξοπλισμού, γιατί έτσι θα πολλαπλασιαζόταν το οικονομικό αποτέλεσμα.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε την 6η μορφή ΑΠΕ, την εξοικονόμηση ενέργειας.Σε αυτόν τον κλάδο είναι πιο εφικτή η συμμετοχή μας στην παραγωγή υλικών και εξοπλισμού και η άμεση εφαρμογή τους στις οικοδομές.
Πριν από μερικά χρόνια βέβαια θα ήταν πιο εύκολο για τις ελληνικές επιχειρήσεις να καλύψουν σε σημαντικό ποσοστό τις επενδύσεις σε ΑΠ.Σήμερα όμως όλα εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα και τους όρους χρηματοδότησης των επενδύσεων αυτών.Με δεδομένη την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας την οποία όλοι προσδοκούμε, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης προφανώς και ξένες επιχειρήσεις θα συμμετάσχουν σε αυτήν την ανάπτυξη.
Επίσης με δεδομένες τις χιλιάδες των MW που έχουν αιτηθεί οι υποψήφιοι επενδυτές ο χρονικός ορίζοντας δεν είναι πραγματικά μακριά.Μη ξεχνάτε ότι η χώρα μας από πέρσι έχει ήδη δεσμευτεί σε οδικό χάρτη ανάπτυξης ΑΠΕ για παραγωγή 20% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020 από ΑΠΕ. Αυτό σημαίνει ότι από περίπου 1.700MW σήμερα θα φτάσουμε τα 10.700 MW το 2020. Αυτά τα νέα 9.000 MW αντιστοιχούν σε επενδύσεις ύψους περίπου 15 δις €.
Η στροφή στις ΑΠΕ είναι ένας μονόδρομος, γνωστός εδώ και μερικές δεκαετίες.Αρχικά οι επιστήμονες φώτισαν αυτό το δρόμο ως λύση στην ενεργειακή κρίση που διαφαινόταν λόγω εξάντλησης των ορυκτών καυσίμων.Στη συνέχεια περισσότεροι επιστήμονες είδαν στις ΑΠΕ την μόνη λύση για την αποφυγή των χειρότερων από την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική υποβάθμιση του πλανήτη.Σήμερα με την παγκόσμια οικονομική κρίση να μεσουρανεί και με εθνικές οικονομίες να αγκομαχούν να αντεπεξέλθουν, η ανάπτυξη των ΑΠΕ δείχνει ως η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική
«Οι Ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν και πρέπει να πρωταγωνιστήσουν στην ανάπτυξη των ΑΠΕ».
Γιώργος Περιστέρης, δ.σύμβουλος Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, πρόεδρος Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΕΣΗΑΠΕ)
Εδώ και χρόνια δηλώνω συνεχώς ότι η Ελλάδα είναι τόσο πλούσια σε φυσικούς πόρους (ήλιος, αέρας, κ.α.) που θα μπορούσε όχι μόνο να καλύψει τους εθνικούς στόχους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά επιπλέον να γίνει καθαρός εξαγωγέας ενέργειας. Εκτιμώ ότι δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να ειπωθεί κάτι σχετικό από έναν ξένο υπουργό Οικονομικών για να αντιληφθεί το ελληνικό κράτος το αυτονόητο, ειδικά από τη στιγμή που η θέση αυτή έχει παρουσιαστεί από εμάς κατ’ επανάληψη εδώ και πολλά χρόνια στις πολιτικές ηγεσίες και στους αρμόδιους υπουργούς και των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας. Όμως, διαχρονικά, ο τρόπος λειτουργίας του κράτους δεν έχει επιτρέψει την ουσιαστική αξιοποίηση του τεράστιου αυτού δυναμικού. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο αέρας που φύσηξε κάποιες ώρες ή η ηλιοφάνεια μίας ημέρας, είναι φυσικοί πόροι που δεν αποθηκεύονται εύκολα και αν δεν αξιοποιηθούν επί τόπου, στο χρόνο που εμφανίζονται, «χάνονται».
Εκτιμώ ότι η στροφή της ελληνικής οικονομίας στις ΑΠΕ δεν είναι απλά εφικτή, αλλά μπορεί να αποτελέσει βασικό πυρήνα των προσπαθειών εξόδου από την κρίση, επειδή προσφέρει σημαντικότατα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα και οφέλη για τη χώρα. Αντί να δαπανούμε εκατομμύρια Ευρώ για να εισάγουμε ενέργεια επιβαρύνοντας έτσι διαρκώς το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας και το περιβάλλον, ας εκμεταλλευτούμε τους δικούς μας πόρους, αυξάνοντας έτσι και την εθνική μας ενεργειακή ασφάλεια κι αυτονομία. Δυστυχώς, αντ’ αυτού, εμείς συνεχίζουμε να εισάγουμε ενέργεια από το εξωτερικό, ακόμα κι από πυρηνικούς σταθμούς.
Η στροφή στις ΑΠΕ και ειδικά στις τεχνολογίες με πολύ μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία (υδροηλεκτρικά, αιολικά πάρκα - θαλάσσια κι επίγεια, βιομάζα) θα αποβεί και οικονομικά εξαιρετικά επωφελής, δημιουργώντας ανάπτυξη και χιλιάδες θέσεις εργασίας, προσφέροντας φορολογικά έσοδα στο ελληνικό δημόσιο κι αυξάνοντας τα έσοδα από εισφορές προς τα χειμαζόμενα ασφαλιστικά ταμεία. Επισημαίνεται ότι οι προαναφερόμενες τεχνολογίες είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές σε επίπεδο τιμών, αν συγκριθούν επί ίσοις όροις με τις τεχνολογίες συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής.
Είναι προφανές ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν και πρέπει να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την διαδικασία. Όμως, αυτό που θα μπορούσε να γίνει χρόνια πριν, υπό σαφώς καλύτερες οικονομικές συνθήκες, και δεν έγινε με ευθύνη του Δημοσίου κι όχι των επιχειρήσεων, τώρα είναι πολύ δυσκολότερο να γίνει.
Αναλογιστείτε απλά, με τι όρους δανείζεται σήμερα μία ελληνική εταιρεία έναντι μίας γερμανικής ή γαλλικής πολυεθνικής και θα κατανοήσετε ποιες είναι οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά. Παρόλα αυτά και παρά τα πολλά και μεγάλα εμπόδια που συνεχίζει να βάζει το ελληνικό κράτος στις ελληνικές επιχειρήσεις, όπως π.χ. η παρακράτηση εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ από επιστροφές ΦΠΑ, η καταστροφική για την υλοποίηση επενδύσεων φορολόγηση των κερδών των θυγατρικών εταιρειών προς τη μητρική (που ισχύει μόνο στην Ελλάδα και μόνο για τις ελληνικές επιχειρήσεις κι όχι και για τις ξένες (!)), υπάρχουν ακόμα ελληνικές επιχειρήσεις που παλεύουν και συνεχίζουν να επενδύουν. Ενδεικτικά, ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ υλοποίησε την τελευταία διετία (2009 – 2010) επενδύσεις συνολικής αξίας άνω των 600 εκατ. ευρώ και συνεχίζει να επενδύει και φέτος, παρά τις ακόμα πιο αντίξοες συνθήκες, έχοντας σε εξέλιξη ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 235 εκατ. ευρώ για το 2011
«Η Ελλάδα κομμάτι ενός ευρωπαϊκού υπερδικτύου ηλεκτρικής ενέργειας»
Δρ Σωτήρης Καπέλλος , γραμματέας Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ)
Ακούγεται ως στερεότυπο, αλλά δεν παύει να αποτελεί μία μεγάλη αλήθεια. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι στον τομέα της ηλιακής ενέργειας ό,τι είναι το Κουβέιτ για το πετρέλαιο. Το εθνικό “καύσιμο” της Ελλάδας δεν είναι ο ρυπογόνος λιγνίτης, όπως συχνά λέγεται, αλλά ο ήλιος που τη λούζει απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο κ. Σόιμπλε είπε το αυτονόητο. Η Ελλάδα δεν είναι μια απομονωμένη ενεργειακή νησίδα στην άκρη της Ευρώπης. Είναι κομμάτι ενός εκτενούς ευρωπαϊκού ενεργειακού δικτύου, μέσω του οποίου θα μπορούσε να εξάγει καθαρή ενέργεια στις μεγάλες καταναλώτριες χώρες της Β. Ευρώπης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία ρίχνει αυτή την ιδέα. Λίγα χρόνια πριν, προώθησε το πρόγραμμα Desertec για τη μεταφορά ηλιακού ηλεκτρισμού από τη βόρεια Αφρική στη βόρεια Ευρώπη μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων. Σήμερα η ιδέα ξαναπέφτει στο τραπέζι με προεξάρχοντα το ρόλο της Ελλάδας ως προμηθευτή πράσινης ενέργειας.
Προμελέτη έχει ήδη γίνει και μάλιστα όχι από επενδυτές ή κυβερνήσεις, αλλά από την Greenpeace, η οποία στις αρχές του 2011 παρουσίασε το πώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) θα μπορούσαν να καλύπτουν το 100% των αναγκών της Ευρώπης σε ηλεκτρική ενέργεια μέσω ενός ευρωπαϊκού υπερδικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Εκεί τεκμηριώνεται ότι είναι τεχνικά εφικτό η Ελλάδα να παράγει σημαντικές ποσότητες ηλιακής ενέργειας από φωτοβολταϊκά, ώστε, όχι μόνο να καλύπτει σημαντικό μέρος των δικών της αναγκών, αλλά και να εξάγει μεγάλες ποσότητες στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα έχει θετικές επιπτώσεις και στην ελληνική παραγωγή φωτοβολταϊκού εξοπλισμού και στην απασχόληση (σήμερα ο κλάδος παρέχει πάνω από 5.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης συντηρώντας παράλληλα άλλες 10.000 θέσεις εργασίας στην ευρύτερη οικονομία). Για το 2050 μάλιστα, το σενάριο που εξετάστηκε προβλέπει την εγκατάσταση 60.000 μεγαβάτ φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα. Για σύγκριση, αναφέρουμε ότι ο εθνικός στόχος για το 2020 είναι μόλις 2.200 μεγαβάτ και ο ΣΕΦ ζητά τουλάχιστον τριπλασιασμό αυτού του στόχου.
Για να γίνει εφικτό ένα τέτοιο σενάριο, θα πρέπει να βελτιωθούν τα ευρωπαϊκά δίκτυα και κάποιος πρέπει να τα χρηματοδοτήσει. Προφανώς ο κ. Σόιμπλε μόλις δήλωσε την προθυμία της χώρας του για κάτι τέτοιο. Και αυτό είναι μια πολύ θετική είδηση.
Τζούλη Ν.Καλημέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου